
Αναμφισβήτητα εμείς οι γονείς χρειάζεται να λειτουργούμε ως πρόσωπα αναφοράς για τα παιδιά για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω τους. Ένα θέμα επίκαιρο, που πιθανόν να επηρεάζει πολλά παιδιά είναι οι πυρκαγιές που ξεσπούν κάθε καλοκαίρι σε διάφορες περιοχές του νησιού μας.
Τις τελευταίες μέρες, με τις φονικές πυρκαγιές που έπληξαν την ορεινή Λεμεσό, δημιουργούνται από τους γονείς αρκετά ερωτήματα για το πώς μπορούν να διαχειριστούν μία συμπεριφορά ενός παιδιού και πώς γενικά απαντούν σε ερωτήσεις των παιδιών σχετικά με το θέμα των πυρκαγιών.
Ερωτήσεις όπως «μαμά τι γίνεται τώρα», «θα καούμε και εμείς;», «γιατί το δάσος κάηκε;», «θα εγκαταλείψουμε και εμείς το σπίτι μας;», «το σπίτι του Γιαννάκη γκρεμίστηκε. Το δικό μας μπαμπά;», και άλλες πολλές, απαιτούν έναν ιδιαίτερο χειρισμό, ώστε να ενημερωθούν κατάλληλα, σύμφωνα πάντα με την ηλικία τους, αλλά την ίδια ώρα να επικρατήσει η εμπιστοσύνη, η ψυχραιμία και το αίσθημα της ελπίδας για το μέλλον.
Τι γίνεται όμως όταν οι γονείς δε διαθέτουν όλες τις απαντήσεις και αυτό δυσκολεύει τη θέση τους απέναντι στα παιδιά; Η Κλινική Ψυχολόγος Γεωργία Γιασουμή μιλά στο bebemou.com και menoumekypro.com, δίνοντας απαραίτητες συμβουλές για το θέμα αυτό, μετατρέποντας την αρνητική εικόνα που έχει ένα παιδί, σε κάτι διαχειρίσιμο και ελπιδοφόρο.
Τι είναι το πρώτο πράγμα που λέμε στα παιδιά όταν ξεσπάσει μία πυρκαγιά;
Αρχικά, πρέπει να βοηθήσουμε τα παιδιά να νιώσουν εμπιστοσύνη και ασφάλεια, σε μία στιγμή φόβου και σύγχυσης. Μπορούμε να πούμε, για παράδειγμα, ότι «είμαι εδώ για σένα, είσαι ασφαλές μαζί μου και θα κάνουμε ότι χρειάζεται για να είμαστε ασφαλείς».
Εκτός από τους να προσφέρουμε ασφάλεια, χρειάζεται να τους δώσουμε ήρεμες, απλές και καθαρές οδηγίες. Τι να κάνουμε, δηλαδή εκείνη τη στιγμή. «Ακολούθησέ με, μείνε κοντά μου, τώρα θα φύγουμε από εδώ, πάμε προς την έξοδο ή πάμε στην αυλή». «Πρέπει να πάμε σ’ έναν χώρο που έχει περισσότερη ασφάλεια, γι’ αυτό κάνε ότι σου λέω», είναι κάποιες από τις οδηγίες και απαντήσεις που μπορούμε να δώσουμε.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι πάντα, οι παρεμβάσεις και ο τρόπος που χειριζόμαστε οποιαδήποτε κατάσταση, εξαρτώνται από την ηλικία του μωρού. Κατά πόσο, δηλαδή, μπορεί να κατανοήσει το τι συμβαίνει. Αν ένα παιδί για παράδειγμα είναι στην ηλικία που καταλαβαίνει, μπορούμε να του πούμε ότι «ξέσπασε νέα φωτιά και όπως βλέπεις, πρέπει να απομακρυνθούμε αμέσως για να είμαστε ασφαλείς».
Την ίδια ώρα, εμείς σαν γονείς, το πιο σημαντικό είναι να είμαστε σωστά πρότυπα, δηλαδή να μην πανικοβληθούμε εμείς οι ίδιοι. Να έχουμε ήρεμο τόνο φωνής για να είναι ψύχραιμα και τα παιδιά μας. Χρειάζεται να κρατήσουμε σωματική επαφή, όπως να κρατήσουμε το χεράκι του παιδιού, να το κρατάμε αγκαλιά και όταν του δίνουμε κάποιες οδηγίες να γονατίσουμε κοιτάζοντάς το στα μάτια. Είναι απαραίτητο, επίσης, να δώσουμε οτιδήποτε χρειάζεται το μωρό ώστε να εκφράσει το συναίσθημα του στον χώρο.
Υπάρχει «μαγικός» τρόπος στο να μην πληγωθεί / τρομάξει το παιδί, μόνο στη σκέψη ότι καίγονται δάση, σπίτια και ανθρώπινες ζωές;
Δεν υπάρχει μαγικός τρόπος για να μη φοβηθεί και να μην τρομάξει ένα παιδί και αυτό είναι που θέλουμε να δείξουμε. Ότι δηλαδή ο φόβος και ο πόνος είναι φυσιολογικές αντιδράσεις των ανθρώπων. Ως γονείς, αυτό που θέλουμε είναι να δείξουμε τρυφερότητα. Να κατανοήσει το παιδί ότι και εμείς οι ίδιοι μπορεί να νιώθουμε κάποια από αυτά τα συναισθήματα, βοηθώντας το ν’ αντέξει αυτή την αλήθεια και πραγματικότητα χωρίς να το παίρνει στο έπακρον αρνητικά και απαισιόδοξα.
Πώς μπορούμε ως γονείς ν’ αγκαλιάσουμε αυτό που νιώθει το μωρό· τον τρόμο του για παράδειγμα;
Γίνεται με το να μην του κρύψουμε την αλήθεια. Εννοείται και ότι δείχνουμε πάντα έμφαση στην ηλικία του μωρού ώστε να ξέρουμε πόση συναισθηματική αντοχή έχει. Για παράδειγμα, μπορούμε να του πούμε ότι «το βλέπω ότι καίγονται δένδρα και σπίτια και είναι όντως λυπηρό αυτό το πράγμα. Ταυτόχρονα όμως μπορούμε να δούμε ότι πολλοί άνθρωποι βοηθούν στην κατάσταση αυτή. Είναι οι εθελοντές, οι γιατροί, οι πυροσβέστες». Μπορούμε να του αναφέρουμε, επίσης, ότι ισχύει και «για εμάς, που προσπαθούμε να έχουμε την ασφάλειά μας, ώστε να βοηθήσουμε κι’ άλλους· όπως είναι και άλλοι άνθρωποι, από διαφορετικά χωριά που στέλνουν ρούχα και άλλα υλικά αγαθά για να βοηθήσουν».
Δεν κρύβουμε την αλήθεια. Δίνουμε, την ίδια ώρα όμως και την άλλη οπτική προς το παιδί. Δεν προσπαθούμε να διορθώσουμε το συναίσθημα. Δεν λέμε, «μη φοβάσαι, μην στεναχωριέσαι». Πρέπει να δείξουμε κατανόηση. «Είμαι μαζί σου. Σε καταλαβαίνω, είναι λογικό, είμαστε μαζί σε όλα αυτά. Και εγώ στεναχωριέμαι με αυτά που ακούω». Αυτά είναι κάποια λόγια που θα’ ρθουμε να το «αγκαλιάσουμε».
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό ν’ αναφερθεί ότι ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, μπορούμε να του δώσουμε ενεργό ρόλο σ’ αυτή την κατάσταση. Για παράδειγμα, μπορεί να μαζέψει τρόφιμα και κάποια ρούχα από μόνο του, στέλνοντάς τα σε πληγέντες. Μπορεί να φτιάξει μία ζωγραφιά σχετικά με την πυρκαγιά, όπως αυτό το φαντάζεται, με το τέλος να είναι έχει αισιόδοξο μήνυμα.
Υπάρχουν βασικοί «κανόνες» που μπορούμε να εξηγήσουμε στα παιδιά το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα σε τέτοιου είδους δύσκολες συνθήκες όπως είναι οι φυσικές καταστροφές;
Όντως, υπάρχουν κάποιοι κανόνες που μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να αντέξει, να νοηματοδοτήσει και να νιώσει ασφάλεια μέσα από την ειλικρίνεια, χωρίς όμως να αποτρέπουν το παιδί να νιώσει φόβο και στεναχώρια.
- Χρησιμοποιούμε αλήθεια. Η πληροφορία που δίνουμε στο παιδί μας πρέπει να είναι αληθινή, σύντομη και με ελπίδα. Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι η αλήθεια δεν πρέπει να είναι ωμή και να λέγεται στο παιδί ανάλογα με την ηλικία που μπορεί ν’ αντέξει. Για παράδειγμα μπορούμε να πούμε ότι, «αυτή τη στιγμή ξέσπασε φωτιά, καταστράφηκαν σπίτια , αλλά γίνεται τεράστια προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση».
- Αναγνώριση συναισθημάτων. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενα σημεία, είναι σημαντικό να μην του μιλάμε μόνο, αλλά μπορούμε να το ρωτήσουμε πώς νιώθει το ίδιο, ή να παρατηρήσουμε κάτι σ’ αυτό, λέγοντάς του: «βλέπω ότι είσαι στενοχωρημένος. Είναι, όντως, λυπητερό να καίγονται τα δάση. Και εγώ στεναχωριέμαι». Μ’ αυτόν τον τρόπο θα του δείξουμε και τη δική μας πλευρά.
- Σημασία των λέξεων. Η γλώσσα που θα χρησιμοποιήσουμε πρέπει να είναι κατανοητή. Αποφεύγουμε εκφοβιστικές λέξεις όπως είναι η πύρινη λαίλαπα ή αφηρημένες έννοιες, όπως είναι η ανθρώπινη αμέλεια. Φράσεις σαν κι’ αυτές δεν χρειάζονται όταν εξηγούμε στο παιδί μας γι’ αυτή την κατάσταση. Γι’ αυτό και του απαντάμε με πολύ απλά λόγια, ώστε να κατανοήσει το γεγονός.
- Διατήρηση της ελπίδας. Η ελπίδα δεν αναιρεί την αλήθεια, δείχνει όμως ότι η ζωή συνεχίζεται και μπορούμε να μιλήσουμε στο παιδί για την ελπίδα σε μία πρόταση. «Ναι συμβαίνουν αυτά τα γεγονότα και είναι πολύ δύσκολο. Όμως γι’ αυτό είμαστε εμείς οι άνθρωποι για να βοηθούμε ο ένας τον άλλον. Όπως ένα λουλούδι μπορεί να μαραθεί, και τότε θα ξαναγεννηθεί, θα υπάρξει ξανά ζωή στο συγκεκριμένο φυτό. Το ίδιο θα συμβεί και στον χώρο που κάηκε», για παράδειγμα.
- Ενεργό ρόλο. Μια κίνηση που μπορεί να κάνει το παιδί για να νιώσει ενεργό, είναι να ποτίσει σήμερα τα δικά του λουλούδια. Για να δείξει ότι η φύση έχει την ανάγκη της φροντίδας μας. Ακόμη, μπορεί να φτιάξει μία κάρτα με παιδιά και να την προσφέρει με άλλα αγαθά σε παιδιά που έχασαν το σπίτι τους.\
Πώς μπορούμε να αφαιρέσουμε από το μυαλό ενός παιδιού την αρνητική εικόνα των επιπτώσεων μίας πυρκαγιάς;
Δεν θέλουμε, δεν μπορούμε και δεν είναι αυτός ο σκοπός μας· να αφαιρέσουμε δηλαδή την αρνητική εικόνα του παιδιού. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μετατρέψουμε αυτή την αρνητική εικόνα σε κάτι διαχειρίσιμο και ελπιδοφόρο. Δε θέλουμε να εξαφανίσουμε τη λύπη. Χρειάζεται να τη ζεστάνουμε με νόημα, με αλληλεγγύη και με ελπίδα.
Πώς μπορούμε να το πετύχουμε; Μπορούμε να δράσουμε ως εξής: «κάηκαν δένδρα, σπίτια και είναι πολύ δύσκολο. Νιώθεις στεναχώρια και φόβο γι’ αυτό;». Πρέπει να δώσουμε όνομα σε αυτό που βιώνει.
- Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να ονομάσουμε το αρνητικό συναίσθημα. Να το φέρουμε στην επιφάνεια και να μην αφήσουμε το παιδί να κρύβει αυτό που νιώθει.
- Όταν το φέρουμε στην επιφάνεια, του δίνουμε και ελπίδα. Του λέμε: «ξέρεις τι γίνεται μετά από μία πυρκαγιά σ’ ένα δάσος; Μερικοί σπόροι παραμένουν, όπως ήταν πριν για να φυτρώσουν ξανά… η φύση ξέρει να ξαναγεννιέται. Όπως ένα σπίτι γκρεμίστηκε, έτσι θα ξανακτιστεί».
Παίρνουμε δηλαδή την εικόνα του παιδιού, της βάζουμε όνομα και νόημα με ελπίδα. Έπειτα μπορούμε να δείξουμε στο παιδί μας κάτι που είναι ζωντανό ακόμα, όπως ένα δένδρο, το πράσινο, κορμούς που δεν κάηκαν. Με άλλα λόγια, να δείξουμε την άλλη οπτική, το ότι μπορεί να συνέβη κάτι κακό, αλλά κάποιες άλλες περιοχές δεν επηρεάστηκαν. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να μην μείνει προσκολλημένο στη συγκεκριμένη μνήμη.
Παρόλα αυτά, αν δούμε ότι το παιδί ξυπνά τις νύχτες, βλέπει εφιάλτες σχετικά με την κατάσταση και παρουσιάσει άλλη συμπτωματολογί,α είναι καλά να μιλήσουμε με κάποιον ειδικό.
Σκοπός μας δεν είναι να σβήσουμε την εικόνα από το μυαλό του μωρού. Είναι να τη φωτίσουμε, να την επεξεργαστούμε, να κτίσουμε πάνω της, να τη νοηματοδοτήσουμε και να μάθουμε από αυτή την εμπειρία.
Η δύναμη μέσα από αυτή την κατάσταση είναι να μάθει το μωρό να προχωρεί, να συμπονά, να αντέχει την κατάσταση και να αντέχει συμμετέχοντας σε διάφορες καταστάσεις χωρίς να κρύβει αυτά που νιώθει.
Αν ένα παιδί είναι κατακλυσμένο από τρόμο εξαιτίας των γεγονότων πώς πρέπει να δράσουμε εμείς οι γονείς;
Σίγουρα δουλειά μας δεν είναι να το καθησυχάσουμε αλλά να του δείξουμε ότι μαζί μας θα νιώσει ασφάλεια. Πρέπει να νιώσει ότι εμείς είμαστε η σταθερή παρουσία κοντά του και ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι όταν είμαστε μαζί του.
Μένουμε στο παρόν και όχι στο πρόβλημα. Του λέμε «είμαι εδώ, είσαι ασφαλής μαζί μου, δεν είσαι μόνος, ας να κάνουμε μια αγκαλιά». Φέρνουμε το μωρό στο εδώ και τώρα, μέσω των αισθήσεων, της σωματικής, οπτικής και συναισθηματικής επαφής. Αγκαλιάζουμε το μωρό κυριολεκτικά και μεταφορικά. Παίρνοντας βαθιές ανάσες μαζί, μπορούμε να το κρατάμε, να καθίσουμε δίπλα του ή να του δώσουμε κάποιο αντικείμενο που το κάνει να ηρεμεί. Λίγα λόγια, απλά, κατανοητά, ρυθμίζοντας το συναίσθημα του μωρού με τη λογική.
Κάποιες άλλες τεχνικές που μπορούμε να ακολουθήσουμε είναι να του προσφέρουμε ένα ζεστό ρόφημα, να διαβάσουμε ένα παραμύθι ώστε να νιώσει ασφάλεια, ή να κάνουμε μαζί μία δραστηριότητα που το ευχαριστεί. Κάθε γονιός γνωρίζει το παιδί του καλύτερα από κάθε άλλον, γι’ αυτό χρειάζεται να προσπαθήσουμε για το καλύτερο αποτέλεσμα. Έτσι, λοιπόν, το παιδί δεν πρέπει να νιώθει πως προσπαθούμε να του δείξουμε ότι όλα είναι τέλεια, αλλά ότι αυτό διανύει τη δύσκολη αυτή κατάσταση μαζί μας και όχι μόνο του, ξεπερνώντας εν τέλει τον φόβο.
Ας μη ξεχνάμε ότι μετά από μία δύσκολη κατάσταση, το παιδί χρειάζεται σταθερότητα και μας χρειάζεται.
Γράφει η Χριστίνα Γεωργίου